- φρίττω
- και φρίσσω ΝΜΑ, και φρίζω Α [φρίξ, φρικός]1. (για υδάτινη επιφάνεια) κυματίζω ελαφρά2. (κατ' επέκτ.) κινούμαι ελαφρά, κυματίζω («πεύκη φρίσσουσα ζεφύροις», Ανθ. Παλ.)3. ριγώ, ανατριχιάζω, τρεμουλιάζω από ψύχος, πυρετό, φόβο ή έντονη συγκίνηση (α. «με αυτά που θα ακούσεις θα φρίξεις» β. «ἤκουσ' ἀνήκουστα... ὥστε φρῖξαι», Σοφ.)νεοελλ.καταλαμβάνομαι από φρίκη («έφριξε όταν είδε τα σημάδια που τού άφησε η φωτιά»)μσν.(για τη γη) υφίσταμαι σεισμό, σείομαιαρχ.1. (για στρατιωτική παράταξη) αναταράσσομαι («φάλαγγες σάκεσίν τε και ἔγχεσι πεφρικυῖαι», Ομ. Ιλ.)2. (για τρίχες) σηκώνομαι, ανασηκώνομαι («ἵνα τοι τρίχες ἀτρεμέωσι μηδ' ὀρθαὶ φρίσσωσιν ἀειρόμεναι κατὰ σῶμα», Ησίοδ.)3. αναστατώνομαι από υπερβολική χαρά, συγκινούμαι («ἔφριξ' ἔρωτι, περιχαρὴς δ' ἀνεπτόμαν», Σοφ.)4. αισθάνομαι δέος, φόβο («μηδὲ ὥσπερ ὑπὸ δεισιδαιμονίας ἐν ἱερῷ φρίττειν ἅπαντα καὶ προσκυνεῑν», Πλούτ.)5. (κατά τον Ησύχ.) «φρῖξαν ἔθειρανὀρθὴν ἔστησαν τὴν τρίχα»6. φρ. α) «ἄσθματι φρίσσοντα πνοάς»(για άνθρωπο που πεθαίνει) αναπνέοντας με αγωνία (Πίνδ.)β) «πτεροῖσι νῶτα πεφρίκοντες» — έχοντας ανορθωμένα τα φτερὰ στα νώτα (Πίνδ.).
Dictionary of Greek. 2013.